- επιπλοκήλη
- η (Α ἐπιπλοκήλη)ιατρ. μορφή κήλης που χαρακτηρίζεται από την πτώση τού επίπλου* μέσα στον κηλικό σάκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπλοκήλη — hernia of the omentum fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκήλαις — ἐπιπλοκήλη hernia of the omentum fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκήλην — ἐπιπλοκήλη hernia of the omentum fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοεπιπλοκήλη — η, ΝΑ, και σαρκεπιπλοκήλη Ν σαρκοκήλη σε συνδυασμό με επιπλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + επιπλοκήλη «μορφή κήλης»] … Dictionary of Greek
ἐπιπλοκήλας — ἐπιπλοκήλᾱς , ἐπιπλοκήλη hernia of the omentum fem acc pl ἐπιπλοκήλᾱς , ἐπιπλοκήλη hernia of the omentum fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπλοκομιστής — ἐπιπλοκομιστής, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από επιπλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπλοον, ουν + κομιστής < κομίζώ] … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek